αιρεσιαρχης

αιρεσιαρχης
    αἱρεσιάρχης
    αἱρεσι-άρχης
    -ου ὅ глава (философской) школы Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιρεσιαρχης" в других словарях:

  • αἱρεσιάρχης — leader of a school masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρεσιάρχης — ο (Α αἱρεσιάρχης) (νεοελλ. μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως αρχ. αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + αρχης < ἄρχω ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ νεοελλ. αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός] …   Dictionary of Greek

  • αιρεσιάρχης — ο ο αρχηγός αίρεσης θρησκευτικής ή φιλοσοφικής: Στον τέταρτο και πέμπτο αιώνα παρουσιάστηκαν οι μεγαλύτεροι αιρεσιάρχες της χριστιανοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱρεσιάρχαι — αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom/voc pl αἱρεσιάρχᾱͅ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιαρχῶν — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιάρχαις — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιάρχην — αἱρεσιάρχης leader of a school masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιάρχου — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιάρχῃ — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρεσιάρχα — αἱρεσιάρχᾱ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom/voc/acc dual αἱρεσιάρχης leader of a school masc voc sg αἱρεσιάρχᾱ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen sg (doric aeolic) αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρεσιαρχώ — ( έω) (Μ αἱρεσιαρχῶ) [αἱρεσιάρχης] είμαι αιρεσιάρχης, ιδρυτής ή αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»